χαβάγια

χαβάγια
η
μουσικό έγχορδο όργανο που κατάγεται από την Πολυνησία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαβάγια — η, Ν 1. είδος κιθάρας από τη νήσο Χαβάη τού Ειρηνικού 2. παθητικό τραγούδι με συνοδεία τού οργάνου αυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. επίθ. hawaiian < Hawaii «Χαβάη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”